Επίπεδα Γνώσεων Α1-C2
Δεξιότητες, απαιτήσεις και προϋποθέσεις.

Β1…B2 Goethe, Deutsche Akademie A2.1, Berliner Platz 3, TestDAF, Delfin, Hartnacktschule, C1…

Έχω πιστοποιητικό Β1 telc! Εγώ πήρα το Β2-Goethe, πήγα στην Deutsche Akademie και τέλειωσα το Α2.1, έχω κάνει το Berliner Platz 3, στο φροντιστήριο δουλέψαμε πάνω στο Delfin, πήρα ένα πιστοποιητικό παρακολούθησης από την Hartnacktschule! Ολοκλήρωσα το επίπεδο Γ1, πήρα το TestDAF, αλλά στο δημόσιο δεν αναγνωρίζεται και τώρα θα δώσω το άλλο δίπλωμα. Χάος!

Βγάζοντας συμπεράσματα!

Αν δηλαδή σε κάθε επίπεδο δεν κατέχω 100% το υλικό, χωρίς κενά ή παρανοήσεις, αν δεν έχω μάθει το ανάλογο λεξιλόγιο και δεν είμαι σε θέση να εφαρμόζω την σχετική ύλη σε προτάσεις και κείμενο, προφανώς και δεν βρίσκομαι στο ανάλογο επίπεδο. Καθένας μας κατά βάση ξέρει πού είναι και τί ελλείψεις έχει, φτάνει να προσεγγίζει το θέμα αντικειμενικά και όχι με ψευδείς προσδοκίες.

Επιλέγουν βέβαια πολλοί και προχωρούν σε ανώτερες τάξεις, έχοντας ενδεχομένως πάρει μηχανικά κάποιο πτυχίο, αλλά στην ουσία, επειδή δεν έχουν δομήσει σωστά την γνώση τους ή έχουν Χ κενά από προηγούμενα επίπεδα αδυνατούν να ανταπεξέλθουν πρακτικά στις απαιτήσεις τις γλώσσας.

Αυτό, όμως, που οι περισσότεροι δεν κατανοούν, είναι το εξής:

Όταν κάποιος παρουσιάζει ένα Χ πιστοποιητικό σε κάποια βαθμίδα, ο εργοδότης ή η Χ υπηρεσία στην οποία απευθύνεται, περιμένουν από αυτόν να μιλάει στο ανάλογο επίπεδο. Λχ, αν μας ρωτήσει κάποιος Wo ist die Post?, μια απάντησηDA! Θεωρείται επίπεδο Α1.

Αν κανείς είναι όντως στο Α2, αναμένεται να απαντήσει ως Da ist die Post!, δηλαδή με μια ολοκληρωμένη και σωστά συνταγμένη πρόταση.

Ανάλογα στο επίπεδο Β1, θα αναμένει κανείς λχ μια δομή Sie können die Post da finden. Οτιδήποτε λιγότερο, δεν είναι σε επίπεδο Β1, όσο και αν προσωρινά εξυπηρετεί την επικοινωνία.

Στο επίπεδο Β2, μια δομή τύπου: eine Postfiliale können Sie gegenüber der Apotheke finden, θα ήταν σωστή, ενώ στο επίπεδο C, οτιδήποτε λιγότερο από μια πρόταση τύπου: Die Postfiliale befindet sich gegenüber der Apotheke, θα ήταν λάθος.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα το δημιουργούν οι πιστοποιήσεις γνώσης. Το να ολοκληρώσει κανείς την σχετική ύλη «βγάζοντας» το ανάλογο εγχειρίδιο ή να τελειώσει την φοίτηση μιας τάξης σε ένα σχολείο, δεν είναι εγγύηση για την κατοχή του επιπέδου. Ούτε υπάρχουν επίπεδα Α1.1 κλπ.
Αυτά είναι φροντιστηριακά τερτίπια για οργάνωση τάξεων, αλλά στην ουσία δεν αντιστοιχούν πουθενά. Και κανένα έγγραφο, αν δεν προέρχεται από επίσημο αναγνωρισμένο φορέα εξετάσεων, δεν έχει καμία ισχύ. Αλλά και το πιο σημαντικό, που κανείς μοιάζει να θέλει να ξεχνά, ενώ έχει σημαντική διαφορά είναι η προέλευση των πιστοποιητικών.
 

Στο Goethe λχ, για να περάσει κάποιος την εξέταση, πρέπει σε κάθε άσκηση, σε κάθε υποκατηγορία και στο γενικό σύνολο της εξέτασης να πιάσει τουλάχιστον το 67% των πόντων για να θεωρείται η εξέταση επιτυχής, σε αντίθετη περίπτωση χάνεται η εξέταση!

Αντίθετα, στο πιο οικονομικό telc, τα ποσοστά των επιμέρους ασκήσεων συμψηφίζονται και βγαίνει ένας συγκεντρωτικός βαθμός, αλλά στην ανάλυση των τμημάτων καθίσταται σαφές ότι μπορεί λχ κάποιος στα γραπτά, δηλαδή σε έτοιμα κείμενα που απλά εκείνος επιλέγει την λύση να έχει καλό σκορ, αλλά στις περιπτώσεις που καλείται να παράγει λόγο, πχ προφορικά ή γραπτό κείμενο, εκεί να «πατώνει».

Στο συγκεντρωτικό ποσοστό ναι μεν πχ να φαίνεται στο χαρτί-δίπλωμα που του χορηγείται ότι παίρνει λχ ένα Β2, αλλά η ουσία είναι ότι το πραγματικό επίπεδο μάλλον βρίσκεται στο Α1, χωρίς απαραίτητα να είναι και εκεί. Οι εργοδότες το ξέρουν αυτό. Μπορεί για το δημόσιο χώρο να αρκεί ως τυπική πιστοποίηση, αλλά σε επαγγελματικούς χώρους, όπου το κριτήριο ποιότητας είναι πιο αυστηρό, το telc δεν έχει καμία ελπίδα, ίσως μόνο για τους απολύτως αρίστους.

Για αυτό και το κράτος απαιτεί πιστοποίηση μόνο από το Goethe για θέματα αναγνώρισης πτυχίων. Γιατί ένα δίπλωμα από το Goethe έχει άλλη βαρύτητα και ισχύει και τυγχάνει μεγαλύτερης αναγνωσιμότητας παγκοσμίως. Ενώ με ένα telc στο χέρι, στην Ελβετία ή στην Αυστρία θα σας ζητηθεί να δώσετε ξανά το εκάστοτε τοπικό δίπλωμα.

Επίσης στο telc μέρος της εξέτασης είναι προσχεδιασμένο, με την έννοια ότι ο υποψήφιος μπορεί να σχεδιάσει τί θα πει για να κερδίσει πόντους, ενώ σε άλλα σημεία η εξέταση εστιάζει στον στόχο της άσκησης και όχι σε τυχόν λάθη. Λχ στο γραπτό κείμενο ελέγχεται το αν ο υποψήφιος απάντησε όλα τα ερωτήματα, ή αν ανέπτυξε σωστά την επιχειρηματολογία του, αλλά δεν μετράνε ιδιαίτερα τα γραμματικοσυντακτικά λάθη.

Στο Goethe είναι σαφώς αδιανόητο να κάνει κάποιος γραμματικά ή ορθογραφικά λάθη σε ότι παράγει, και επομένως, αν το κείμενο που αποδίδει κάποιος δεν είναι άψογο από όλες τις απόψεις, η εξέταση θεωρείται αποτυχία.

Πέρα, όμως, από πτυχία, βεβαιώσεις παρακολούθησης, απαιτήσεις επιπέδων κλπ, υπάρχει και ένα ακόμη κριτήριο που οι περισσότεροι παραβλέπουν:

Η ατομική προσπάθεια σε σχέση με τον χρόνο. Για να φτάσει κανείς να μιλά σωστά με ένα πλούσιο λεξιλόγιο αντάξιο του επιπέδου Β2, πρέπει να ξέρει τουλάχιστον 3000 λέξεις από διάφορους τομείς της καθημερινότητας. Όχι μόνο σαν λεξιλόγιο, αλλά και να κατέχει την ικανότητα να λειτουργεί με αυτές μέσα σε σύνθετες δομές προτάσεων, με ανάλογα εφαρμογή των γραμματικών φαινομένων.

Αν θεωρητικά ένας αρχάριος βάλει στόχο να μαθαίνει 150 λέξεις την βδομάδα, πράγμα ίσως δύσκολο από άποψη όγκου δεδομένων, αλλά, ωστόσο, απόλυτα κατορθωτό, γιατί θέλει μόνο απλό διάβασμα και δεν έχει καμία δυσκολία κατανόησης, μπορεί θεωρητικά σε 1 μήνα να βγάλει 600 λέξεις, άρα σε 5 μήνες…3000! Χωρίς δικαιολογίες!

Με ένα απλό συστηματικό διάβασμα και οργάνωση του υλικού, το να κατακτήσει κανείς το Β2 σε επίπεδο λεξιλογίου, είναι κατορθωτό σε 5 μήνες. Θέλετε σε 10 μήνες με μέσο όρο 75λέξεις την βδομάδα; Και αυτό γίνεται. Θέλετε 50/βδομάδα. Σε 15 μήνες είστε έτοιμοι! Αναλογιστείτε, τώρα, το γιατί έχουν περάσει δύο, τρία, πέντε χρόνια και κάποιος δεν έχει μάθει ούτε τις μισές.

Τί φταίει, αν όχι η ατομική αναβλητικότητα ή απρόβλεπτες σοβαρές συνθήκες ή καταστάσεις; Ο ανάδρομος Ερμής, μήπως; Μάλλον όχι!! :) Ουπς!…

Δεύτερον, και πολύ σημαντικό στοιχείο που όλοι παραβλέπουν, είναι η εφαρμογή προσεγγίσεων που αν κανείς τις δει με εντελώς αντικειμενικό μάτι, θα διαπιστώσει το προφανές: δεν υπάρχει μετάφραση!
ναι…ναι, όσοι έχετε παρακολουθήσει τα σεμινάρια της ομάδας, έχετε βαρεθεί να το ακούτε :/

Δεν είναι δυνατόν να αποδίδω ότι θέλω στην ξένη γλώσσα σαν να μιλάω ελληνικά. Λέξη προς λέξη. Πουθενά δεν διδάσκεται αυτό. Και όμως! Όλοι μας ενδόμυχα, ασυνείδητα, εφαρμόζουμε την κατά λέξη απόδοση των νοημάτων τους. Ακόμη και στις περιπτώσεις των μεταφορικών εννοιών… κατά λέξη! Είναι λογικό; Όχι θα πει κανείς! Και όμως, αυτό κάνουμε.

Θα είχε νόημα, όμως, να εμβαθύνουμε τόσο πολύ στην γραμματική και την σύνταξη, ή θα είχαν ισχύ τόσες εξετάσεις και υλικό, αν η αντιστοιχία ήταν 1 προς 1; Το μόνο που θα χρειαζόταν ήταν να «καταπιεί» κανείς ένα λεξικό, για να μιλήσει! Αλλά δεν είναι έτσι, και το ξέρουμε!

Αν λοιπόν, από την αρχή δεν δώσει κανείς την ιδιαίτερη αυξημένη και τόσο αναγκαία βαρύτητα στην δομή και την ουσία της γλώσσας, αν δεν εστιάσει στις απαιτήσεις της και στους κανόνες της, δεν πρόκειται να μάθει σωστά να μιλά.

Και βέβαια, θαύματα δεν γίνονται! Ας λέμε αλήθειες.

Βάσει προδιαγραφών υπουργείου παιδείας, για να κατορθώσει κανείς να φτάσει (!), όχι να κατακτήσει κιόλας, το Χ επίπεδο απαιτούνται το λιγότερο 145 διδακτικές ώρες μαθήματος. Χώρια ο χρόνος προσωπικής ενασχόλησης στο σπίτι. Κάντε μια απλή διαίρεση και διαπιστώστε μόνοι σας τις ανάγκες χρόνου.
Με μόλις 4 ώρες την βδομάδα, θέλει κανείς εννέα μήνες για να φτάσει μόνο στο Α1. Και άλλο τόσο για το Α2, και άλλο τόσο για το Β1 και άλλο τόσο για το Β2.
Για τα πιο πάνω επίπεδα, θέλει τουλάχιστον 300 ώρες μαθήματος.

Σε ένα φροντιστήριο δεν είστε μόνοι σας! Μια διδακτική ώρα διαρκεί 45λεπτά, και ο διδάσκων καταναλώνει 20 μόλις για παράδοση/επανάληψη/εξήγηση ύλης, τί έμεινε; 25 λεπτά χρόνου. Ο ατομικός χρόνος μαθητή εξαρτάται από τη συμμετοχή. Αν π.χ στην αίθουσα συμμετάσχουν 10 άτομα, τότε ο χρόνος μαθητή είναι 2,5 λεπτά. Τί θα πρωτολύσει κανείς σε 2,5 λεπτά; Τί ακριβώς μαθαίνει κανείς έτσι ακόμα και αν στο μάθημα γίνεται απίστευτα καλή δουλειά;

Μετά έρχεται η μεγαλύτερη δυσκολία. Θα αφομοιώσει ο μαθητής κάθε φορά χωρίς ελλείψεις και προβλήματα το 100% της ύλης, για να μπορεί να συμβαδίσει με το τμήμα, ή όταν δημιουργηθεί πρόβλημα, θα «φρενάρει» με αποτέλεσμα να συσσωρευτούν απορίες και όσο το τμήμα προχωρά, να αποκτά σημαντικές ελλείψεις; Δυστυχώς έχει συμβεί σε αρκετούς από εμάς! :/

Δεν γίνεται «μαγικά» κανείς να φτάσει σε 1 χρόνο να κατέχει ένα Β2, εκτός και αν κάνει ιδιαίτερο. Με προσαρμοσμένη ύλη και το 100% του χρόνου πάνω στις ανάγκες του μαθητή. Και όταν κανείς θέλει να βελτιώσει τα προφορικά του, να ξέρει ότι αν δεν μπορεί να σχηματίσει μια σωστή πρόταση πρώτα σε γραπτό επίπεδο, δεν υπάρχει περίπτωση να βελτιώσει τα προφορικά. Και αν ισχυρίζεται ότι βρίσκεται κάπου στο επίπεδο Β2 ή C, αλλά δυσκολεύεται και καθυστερεί να αρθρώσει μια σωστή πρόταση… βρίσκεται ακόμη στο Α1, χωρίς απαραίτητα να είναι κεκτημένο κιόλας. Αυτή είναι η πικρή, αλλά πραγματική αλήθεια, χωρίς χάιδεμα στα αυτιά. Γιατί η δομή μιας απλής πρότασης με πλήρες νόημα και περιεχόμενο είναι ύλη Α1.

Αν η πρόταση δεν σχηματίζεται ολόσωστα, όσες ωραίες λέξεις και αν χρησιμοποιεί κανείς, δεν ανεβαίνει το επίπεδο! Ούτε είναι κριτήριο η καθημερινή επικοινωνία ή ικανότητα να καταλαβαίνει κανείς τί λέει ο άλλος. Σε ένα πραγματικό επίπεδο Β2 πρέπει κανείς να μιλάει τόσο καλά, όσο ένας άριστος μαθητής Λυκείου. Και στο επίπεδο C2, πρέπει να μπορεί να κάνει ότι ακριβώς κάνει και ένας πτυχιούχος. Να μιλάει σωστά, χωρίς εεε και μμμμ, και με σωστή γραμματική, χωρίς λάθη.

Η σωστή βάση στην γλώσσα είναι το κλειδί της επιτυχίας. Το διάβασμα για την κατάκτηση του λεξιλογίου, είναι απλά μια χρονοβόρα προσπάθεια, αλλά απολύτως κατορθωτή εν τη πράξη. Χωρίς, όμως, την ουσία της γλώσσας, καμία γλώσσα δεν μαθαίνεται σε ικανοποιητικό βαθμό. Και χωρίς εξάσκηση στο φυσικό της περιβάλλον, δεν κατακτιέται πλήρως.
Λέγοντας περιβάλλον, δεν εννοείται ο χώρος, να μιλήσει δηλαδή κάποιος Γερμανικά στην Γερμανία. Και στην Αυστρία να τα μιλήσει τις ίδιες απαιτήσεις θα έχουν και εκεί. Το περιβάλλον είναι οι περιστάσεις, οι περιπτώσεις που καλούμαστε να εφαρμόσουμε στην πράξη, ότι μάθαμε στην θεωρία.

Τότε αν σε ένα περιβάλλον επιπέδου B ή C, λειτουργούμε ως σε Α, τότε μάλλον δεν έχουμε πραγματικά μάθει!

Με τις παραπάνω πληροφορίες και με το προηγούμενα άρθρα αυτής της σειράς, όπου προσδιορίζεται πρακτικά το γνωστικό επίπεδο γερμανικών, μπορείτε να κάνετε μια πρώτη αυτοεκτίμηση. Μπορείτε και πρακτικά να ζητήσετε να κάνετε ένα online test του επιπέδου που επιθυμείτε, για να επιβεβαιώσετε τον εαυτό σας!

Τα τεστ αυτά είναι προσαρμοσμένα βάση ινστιτούτου Goethe και είναι μια προσφορά των online σεμιναρίων, “Γερμανικά στο μικροσκόπιο”.

Διαβάστε όλη τη σειρά άρθρων “Επίπεδα Γνώσεων”

Πιστοποίηση Γερμανικής Γλώσσας

Γερμανικά στο μικροσκόπιο

Η σειρά σεμιναρίων μας